ριβεκίτης

ριβεκίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) ορυκτό τής ομάδας τών αμφιβόλων, το οποίο απαντά, συνήθως, σε όξινα εκρηξιγενή πετρώματα, όπως είναι οι γρανίτες και οι συηνίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Riebeckit, από το όνομα τού Emil Riebeck, Γερμανού εξερευνητή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κροκιδόλιθος — ο (ορυκτ.) γκριζογάλανη ή πράσινη ινώδης μορφή τού ορυκτού ριβεκίτης, τής ομάδας τών αμφιβόλων, αλλ. κυανός αμίαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. crocidolite < γερμ. krokydolith < κροκυδ (< κροκύς) + συνδετικό φωνήεν ο + lith… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”